-
1 παρα-πλάζω
παρα-πλάζω (s. πλάζω), vorbeitreiben, machen, daß Einer vom rechten Wege abirrt, verschlagen; bes. von Seefahrern, ἀλλά με βορέης παρέπλαγξεν Κυϑήρων, Od. 9, 81. 19, 187; pass., παρεπλάγχϑη δέ οἱ ἄλλῃ ἰός, Il. 15, 464; übertr., παρέπλαγξεν δὲ νόημα, verwirren, Od. 20, 346; παρέπλαγξαν σοφόν, Pind. Ol. 7, 31; οὐδὲ παρεπλάγχϑη, N. 10, 6; παρεπλάγχϑην γνώμας ἀγαϑᾶς, Eur. Hipp. 240; sp. D., wie Nonn. D. 29, 55 Man. 1, 94, die es auch in intrans. Bdtg brauchen, κραδίη δὲ παραπλάζουσα μέμηνε, Nic. Ther. 757. – Selten in später Prosa, ἐξέβης τῶν χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ παρεπλάγχϑης τῆς ὀρϑῆς ὁδοῠ, D. Hal. 11, 13.
-
2 παραπλάζω
A cause to wander from the right way, of seamen, drive out of their course,ἀλλά με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Od.9.81
, cf. 19.187 : metaph., lead astray, perplex,παρέπλαγξεν δὲ νόημα 20.346
;αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν Pi.O.7.31
:—[voice] Pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής the arrow went aside, Il.15.464 ; ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς ; E.Hipp. 240 : abs., err, be wrong, Pi.N. 10.6.II [voice] Act. intr., go astray,κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε Nic. Th. 757
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλάζω
См. также в других словарях:
παραπλάζω — Α 1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ 2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους 3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.) 4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.) 5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek